αιμομίκτης

αιμομίκτης
και αιμομείκτης, ο (Μ αἱμομίκτης) (Ν θηλ. -ίκτρια και -χτρα)
αυτός που συνουσιάζεται με γυναίκα συγγενή εξ αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + -μικτης < μειγνύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αιμομείκτης — αιμομεικτικός, αιμομειξία κ.λπ. βλ. αιμομίκτης, αιμομικτικός, αιμομιξία κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • αιμομικτικός — ή, ό και αιμομεικτικός [αιμομίκτης] ο σχετικός με την αιμομιξία …   Dictionary of Greek

  • μητροκοίτης — μητροκοίτης, ὁ (Α) αυτός που συνευρίσκεται με τη μητέρα του, ο αιμομίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κοίτης (< κοῖτος «κρεβάτι»), πρβλ. ανεμο κοίτης, δρυο κοίτης] …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”